εγγυητικός

εγγυητικός
-ή, -ό (AM ἐγγυητικός, -ή, -όν
Μ και ἐγγυτικός, -ή, -όν) [εγγυώ]
αυτός που αναφέρεται στην εγγύηση
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγγυητικό(ν)
έγγραφο με το οποίο συμφωνείται η εγγύηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγγυητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση, που εγγυάται: Εγγυητική επιστολή. 2. το ουδ. ως ουσ., εγγυητικό, το η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγγυητικῶν — ἐγγυητικός connected with suretyship fem gen pl ἐγγυητικός connected with suretyship masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυητικῶς — ἐγγυητικός connected with suretyship adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”